-
1 βλάστηση
[властней] ουσ. θ. произрастание.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βλάστηση
-
2 растительность
-
3 вегетация
бот. η βλάστησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вегетация
-
4 заросль
η (πυκνή) βλάστηση - и тростника ο καλαμώνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заросль
-
5 покров
1. (верхний слой, покрывающий что-л.) το κάλυμμα, το στρώμαрезиновый - тех. η επένδυση του ελαστικού2. анат. το περίβλημαкожный биол. - δερμάτινο -растительный - бот. η βλάστησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > покров
-
6 растительность
(растительный покров) η βλάστησηазональная - αζωνική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > растительность
-
7 буйный
бу́йн||ыйприл σφοδρός, ὁρμητικός, ἰσχυρός/ ὁργιώδης βλάστηση (о растительности)/ Μανιακός (о душевнобольном):\буйныйый ветер ὁ σφοδρός δνεμος. -
8 вегетация
вегет||а́цияж бот. ἡ βλάστηση [-ις], ἡ φυτεία. -
9 пышный
пышн||ыйприл1. (великолепный) μεγαλοπρεπής, πολυτελής/ λαμπρός (роскошный)/ πλούσιος (богатый)/ πομπώδης (помпезный):\пышныйая растительность ὁργιώδης βλάστηση·2. (о волосах и т. п.) πλούσιος, πυκνός· ◊ \пышныйый пиро́г ἡ φουσκωτή πήττα. -
10 растительность
растительностьж1. ἡ βλάστηση [-ις]·2. (волосы) τά μαλλιά, τό τρίχωμα. -
11 растительность
[ραστίτιλ'ναστ'] ουσ. θ. βλάστηση -
12 растительность
[ραστίτιλ'ναστ'] ουσ θ βλάστηση -
13 вегетация
-и θ.βλάστηση, έκβλάστηση. -
14 обнажённый
επ. από μτχ.1. γυμνός, γδυτός, άντυτος.2. (για φυτά) χωρίς φύλλωμα. || (για τόπο) φαλακρός, χωρίς βλάστηση.4. ξέσκεπος, ακάλυπτος. || μτφ. φανερός, ολοφάνερος. -
15 подгон
-а α.1. οδήγηση, σαλάγισμα•скота к водопою σαλάγισμα των ζώων για πότισμα.
2. κανόνισμα, (συν)ταίριασμα λέπτυνση, φάγωμα ελαφρό.3. γρήγορη βλάστηση, ανάπτυξη η αναδοση.4. όψιμο αδέλφωμα των δημητριακών. -
16 покров
-а α.1. κάλυμμα, στρώμα, επίθεμα, σκέπη• περίβλημα•-растительности βλάστηση• χλωρίδα•
снежный покров στρώμα χιονιού•
волосяной покров τριχωτό κάλυμμα, το τρίχωμα•
кожный покров δερμάτινο κάλυμμα•
покров тумана στρώμα ομίχλης.
2. παλ. καλύπτρα, νυφικό πέπλο. || παλ. το (πάνινο) κάλυμμα του φέρετρου. || -ы πλθ. ελαφρά γυναικεία ενδύματα κάλυψης.3. παλ. προστασία, σκέπη.εκφρ.под -ом темноты, ночи – καλυπτόμενος από το σκοτάδι, τη νύχτα•набросить покров – ρίχνω στάχτη στα μάτια (αποπλανώ).• снять (сорвать) покров ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω, αφαιρώ το προσωπείο•покров ночи – ο πέπλος της νύχτας. -
17 прозябание
-я ουδ.1. βλάστηση, φύτρωμα.2. ζωή άχαρη, υποτυπώδης. -
18 растительность
-и в.1. βλάστηση, χλωρίδα.2. το τρίχωμα•человек с очень большой -ью άνθρωπος με πολύ πυκνό τρίχωμα. (δασύτριχος)•
лицо без всякой -и πρόσωπο τελείως σπανό.
-
19 роскошь
-и θ.1. πολυτέλεια• λούσο• αίγλη• χλιδή•дама одетая с -ьго κυρία ντυμένη στα λούσια•
вырасти в -и μεγαλώνω στην πολυτέλεια.
2. βλάστηση πλούσια.3. θαύμα, πολύ εξαιρετικό•это вино роскошь -! αυτό το κρασί είναι βαϋ
α,εκφρ.предметы -и – είδη πολυτέλειας•позволить себе роскошь – επιτρέπω στον εαυτό μου περ ιττότητες•это уж роскошь – αυτό πια είναι πολυτέλεια (περίσσιο). -
20 тощий
επ.1. ισχνός, λεπτός, αδύνατος, τσίρος• λιγνός•-ая шя λεπτός λαιμός•
-ая кошка ισχνή γάτα•
-ое лицо ισχνό πρόσωπο•
тощий человек ισχνός άνθρωπος•
очень тощий κάτισχνος.
|| μτφ. λεπτός• άδειος, κενός• πενιχρός•тощий карман άδεια τσέπη (χωρίς χρήματα), τσέπη πανί με πανί•
тощий желудок άδειο στομάχι.
2. μτφ. φτωχός, πενιχρός, γλίσχρος•-ая почва φτωχό (άγονο) έδαφος•
-ая растительность πενιχρή βλάστηση.
3. αδύνατος, ανεπαρκούς περιεχομένου•-ее молоко αδύνατο γάλα (αποβουτυρωμένο)•
тощий уголь αδύνατο κάρβουνο (χαμηλής καυστικότητας)•
-ая глина ο μη καθαρός πηλός (που πρεριέχει 20-50% άμμο).
εκφρ.на тощий желудок – βλ. натощак.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βλάστηση — η 1. το φύτρωμα. 2. η εποχή που τα φυτά και τα δέντρα βγάζουν βλαστούς: Η ανοιξιάτικη παγωνιά βρήκε τα φυτά πάνω στη βλάστησή τους. 3. το σύνολο των φυτών, η χλωρίδα κάποιου τόπου: Και από τις δύο πλευρές του ποταμού υπάρχει οργιώδης βλάστηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την … Dictionary of Greek
βλαστήσῃ — βλαστήσηι , βλάστησις budding fem dat sg (epic) βλαστάνω bud aor subj mid 2nd sg βλαστάνω bud aor subj act 3rd sg βλαστάνω bud fut ind mid 2nd sg βλαστάω bring forth aor subj mid 2nd sg (attic ionic) βλαστάω bring forth aor subj act 3rd sg (attic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακκία βλάστηση — Βλ. λ. μακία βλάστηση ή διάπλαση … Dictionary of Greek
μακία βλάστηση ή διάπλαση — Χαρακτηριστική φυτοκοινωνία ή θαμνώδης διάπλαση, η οποία συναντάται στα μεσογειακού τύπου κλίματα και αποτελείται από υψηλούς θάμνους, ύψους έως 2 μ., με σκληρούς ξυλώδεις κλάδους και μικρά δερματώδη φύλλα, σκούρου πράσινου χρώματος· είναι γνωστά … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek